- θεμιτῶν
- θεμιτόςallowed by the laws of God and menfem gen plθεμιτόςallowed by the laws of God and menmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θεμίτων — Θέμις that which is laid down fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμίτων — θέμις that which is laid down fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου. * * * ή, ό / χρηστός, ή, όν, ΝΜΑ … Dictionary of Greek